μπιστός

μπιστός
η , ό см. μπιστικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μπιστός" в других словарях:

  • μπιστός — ή, ό έμπιστος, αφοσιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἔμ πιστος] …   Dictionary of Greek

  • μπιστικός — και πιστικός, ή, ό 1. έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ο μπιστικός ή ο πιστικός βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός ποιμένας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιστικός < πιστός, κατά το σχήμα αφέντης αφεντικός. Ο τ. μπιστικός < μπιστός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»