μπιστός
Смотреть что такое "μπιστός" в других словарях:
μπιστός — ή, ό έμπιστος, αφοσιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἔμ πιστος] … Dictionary of Greek
μπιστικός — και πιστικός, ή, ό 1. έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ο μπιστικός ή ο πιστικός βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός ποιμένας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιστικός < πιστός, κατά το σχήμα αφέντης αφεντικός. Ο τ. μπιστικός < μπιστός] … Dictionary of Greek